Δείτε επίσης: μέλλει

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μέλει < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μέλει, τρίτο πρόσωπο ενικού του ποιητικού μέλω (ενδιαφέρομαι) ως απρόσωπο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈme.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μέ‐λει
ομόηχο: μέλλει, μέλη, μέλι

μέλει,, πρτ.: έμελε μόνο στο ενεστωτικό θέμα (τριτοπρόσωπο ρήμα)

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • «Η κυρία δεν με μέλει», τίτλος θεατρικού έργου

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



μέλει

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία