Δείτε επίσης: μέλλει

Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μέλλει < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μέλλει, τρίτο πρόσωπο ενικού του ρήματος μέλλω (σκοπεύω να, πρόκειται να)
→ δείτε και τη λέξη μέλλεται < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μέλλεται

  Προφορά Επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈme.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μέ‐λει
ομόηχο: μέλει, μέλη, μέλι

  Ρήμα Επεξεργασία

μέλλει,, παθ.φωνή: μέλλεται μόνο στο ενεστωτικό θέμα (τριτοπρόσωπο ρήμα)

Εκφράσεις Επεξεργασία

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

  Μεταφράσεις Επεξεργασία

  Πηγές Επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος Επεξεργασία

μέλλει

  1. γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος μέλλω
  2. β΄ πρόσωπο ενικού οριστικής μέσου ενεστώτα (μέλλομαι) του ρήματος μέλλω

Δείτε επίσης Επεξεργασία