Δείτε επίσης: μέλλει

Ετυμολογία

επεξεργασία
μέλλει < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μέλλει, τρίτο πρόσωπο ενικού του ρήματος μέλλω (σκοπεύω να, πρόκειται να)
 δείτε και τη λέξη μέλλεται < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μέλλεται

μέλλει,, παθ.φωνή: μέλλεται μόνο στο ενεστωτικό θέμα (τριτοπρόσωπο ρήμα)

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

μέλλει

  1. γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος μέλλω
  2. β΄ πρόσωπο ενικού οριστικής μέσου ενεστώτα (μέλλομαι) του ρήματος μέλλω

Δείτε επίσης

επεξεργασία