Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μελλούμενος η μελλούμενη το μελλούμενο
      γενική του μελλούμενου της μελλούμενης του μελλούμενου
    αιτιατική τον μελλούμενο τη μελλούμενη το μελλούμενο
     κλητική μελλούμενε μελλούμενη μελλούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μελλούμενοι οι μελλούμενες τα μελλούμενα
      γενική των μελλούμενων των μελλούμενων των μελλούμενων
    αιτιατική τους μελλούμενους τις μελλούμενες τα μελλούμενα
     κλητική μελλούμενοι μελλούμενες μελλούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μελλούμενος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μελλούμενος < μέλλ(ει) + -ούμενος[1]

  Μετοχή επεξεργασία

μελλούμενος, -η, -ο

  1. που πρόκειται να συμβεί
  2. (ουσιαστικοποιημένο) στον πληθυντικό: τα μελλούμενα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία