μελλούμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μελλούμενος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μελλούμενος < μέλλ(ει) + -ούμενος[1]
Μετοχή επεξεργασία
μελλούμενος, -η, -ο
- που πρόκειται να συμβεί
- (ουσιαστικοποιημένο) στον πληθυντικό: τα μελλούμενα
Μεταφράσεις επεξεργασία
μελλούμενος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μελλούμενος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας