Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα μελλούμενα
      γενική των μελλούμενων
    αιτιατική τα μελλούμενα
     κλητική μελλούμενα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μελλούμενα, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής μελλούμενος στον πληθυντικό < μέλλει

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μελλούμενα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • αυτά που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον

  Μεταφράσεις επεξεργασία