ενδιαφέρομαι, π.αόρ.: ενδιαφέρθηκα

  1. παθητική φωνή του ρήματος ενδιαφέρω
  2. (ειδικά για την παθητική φωνή)
    1. δείχνω ενδιαφέρον
    2. δείχνω (ερωτικό) ενδιαφέρον, συμπαθώ (ερωτικά)
    3. φροντίζω νοιάζομαι, μεριμνώ

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις ενδιαφέρω, διαφέρω και φέρω

Μεταφράσεις

επεξεργασία