ενδιαφερόμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
ενδιαφερόμενος
- που ενδιαφέρεται, που επιθυμεί κάτι ή τον συμφέρει
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενδιαφερόμενος αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενδιαφερόμενος
|
ενδιαφερόμενος
ενδιαφερόμενος αρσενικό
|