Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ενδιαφέρον τα ενδιαφέροντα
      γενική του ενδιαφέροντος των ενδιαφερόντων
    αιτιατική το ενδιαφέρον τα ενδιαφέροντα
     κλητική ενδιαφέρον ενδιαφέροντα
Κατηγορία όπως «μέλλον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενδιαφέρον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής ενδιαφέρων (ενεργητικού ενεστώτα), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική interêt

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /en.ði̯aˈfe.ɾon/ & /en.ðʝaˈfe.ɾon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εν‐δι‐α‐φέ‐ρον
ομόηχο: ενδιαφέρων

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενδιαφέρον ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία