Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
intérêt intérêts

intérêt (fr) αρσενικό

  1. το ενδιαφέρον
  2. το συμφέρον
  3. ο τόκος