δε με μέλει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δε με μέλει < αρχαίο ελληνικό ρήμα μέλω που απαντάται κυρίως στο γ' πρόσωπο "μέλει" με ουδέτερη σημασία: είμαι αντικείμενο φροντίδας, φροντίζω ή ανησυχώ για κάτι.
Έκφραση
επεξεργασίαδε με μέλει ή "δεν με μέλει"
- δεν μ΄ ενδιαφέρει, δεν με νοιάζει, μου είναι αδιάφορο
- π.χ θεατρικός τίτλος "Η Κυρία δε με μέλει"
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δε με μέλει
|