ενσταντανέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενσταντανέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική instantané[1][2] Συγκρίνετε με το στιγμιογράφηση και το στιγμιότυπο.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /en.stan.taˈne/ κατά τη γαλλική προφορά
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐σταν‐τα‐νέ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενσταντανέ ουδέτερο άκλιτο
- η φωτογράφιση σε συγκεκριμένη στιγμή, στιγμιαία φωτογραφία
- ≈ συνώνυμα: στιγμιογράφηση (λόγιο)
- το στιγμιότυπο
- ※ Μάταια ο απισχνασμένος νέος που αντικρίζει από τα κάγκελα του παραθύρου τη θορυβώδη βοή της Μεσογείων ψάχνει για πιο παλιές αναμνήσεις, για κάποιες ανέμελες στιγμές χαραγμένες ανεξίτηλα σε παιδικά πάρτυ, για ενσταντανέ παιχνιδιάρικης επάρκειας.
- Νίκος Ρωμανός: Η ιστορία του παιδιού με το Καλάσνικοφ που αγρίεψε νωρίς, Πρώτο Θέμα, 08-12-2014, @protothema.gr, συντάκτρια: Τίνα Μανδηλαρά, ημερομηνία ανάκτησης: 05-10-2024.
- ※ Μάταια ο απισχνασμένος νέος που αντικρίζει από τα κάγκελα του παραθύρου τη θορυβώδη βοή της Μεσογείων ψάχνει για πιο παλιές αναμνήσεις, για κάποιες ανέμελες στιγμές χαραγμένες ανεξίτηλα σε παιδικά πάρτυ, για ενσταντανέ παιχνιδιάρικης επάρκειας.
- η αποτύπωση μιας σκηνής όπως συμβαίνει αυθόρμητα, χωρίς σκηνοθεσία
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενσταντανέ
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ενσταντανέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ενσταντανέ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)