instantané
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαinstantané (fr) ουδέτερο
- το στιγμιότυπο
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | instantané | instantanés |
θηλυκό | instantanée | instantanées |
instantané (fr)