ακαριαίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακαριαίος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκαριαῖος < ἀκαρής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ka.ɾiˈe.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κα‐ρι‐αί‐ος
Επίθετο
επεξεργασίαακαριαίος, -α, ο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ακαριαία (επίρρημα)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ακαριαίος