Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακαριαίος η ακαριαία το ακαριαίο
      γενική του ακαριαίου της ακαριαίας του ακαριαίου
    αιτιατική τον ακαριαίο την ακαριαία το ακαριαίο
     κλητική ακαριαίε ακαριαία ακαριαίο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακαριαίοι οι ακαριαίες τα ακαριαία
      γενική των ακαριαίων των ακαριαίων των ακαριαίων
    αιτιατική τους ακαριαίους τις ακαριαίες τα ακαριαία
     κλητική ακαριαίοι ακαριαίες ακαριαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακαριαίος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκαριαῖος < ἀκαρής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ka.ɾiˈe.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κα‐ρι‐αί‐ος

  Επίθετο επεξεργασία

ακαριαίος, -α, ο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία