Ετυμολογία

επεξεργασία
ακαριαία < ακαριαίος

Επίρρημα

επεξεργασία

ακαριαία

  • ευθύς αμέσως, χωρίς να μεσολαβήσει ένα χρονικό διάστημα

Μεταφράσεις

επεξεργασία