↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αστραπιαίος η αστραπιαία το αστραπιαίο
      γενική του αστραπιαίου της αστραπιαίας του αστραπιαίου
    αιτιατική τον αστραπιαίο την αστραπιαία το αστραπιαίο
     κλητική αστραπιαίε αστραπιαία αστραπιαίο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αστραπιαίοι οι αστραπιαίες τα αστραπιαία
      γενική των αστραπιαίων των αστραπιαίων των αστραπιαίων
    αιτιατική τους αστραπιαίους τις αστραπιαίες τα αστραπιαία
     κλητική αστραπιαίοι αστραπιαίες αστραπιαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αστραπιαίος < αστραπ(ή) + -ιαίος[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.stɾa.piˈe.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐στρα‐πι‐αί‐ος

  Επίθετο

επεξεργασία

αστραπιαίος, -α, -ο

  1. πάρα πολύ γρήγορος, σαν αστραπή
    ※  Η Όλιβ τράβηξε μια καρέκλα από το τραπέζι για να καθίσω κι αυτό το ξύσιμο των ξύλινων ποδιών στο ανώμαλο δάπεδο με τα κόκκινα πλακάκια ήταν άλλος ένας αστραπιαίος απόηχος του παρελθόντος. (Τζον Μπάνβιλ (μτφ. Τόνια Κοβαλένκο), Η μπλε κιθάρα, (Αθήνα: Καστανιώτης, 2016), σελ. 247)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία