αστραπιαίο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααστραπιαίο
- αστραπιαίος, στην αιτιατική του ενικού
αστραπιαίο, ουδέτερο του αστραπιαίος
- στην ονομαστική του ενικού
- στην αιτιατική του ενικού
- στην κλητική του ενικού
αστραπιαίο
αστραπιαίο, ουδέτερο του αστραπιαίος