Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

αστραπιαίο

  1. αστραπιαίος, στην αιτιατική του ενικού

αστραπιαίο, ουδέτερο του αστραπιαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού