αστραπιαία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αστραπιαία < ασταρπιαί(ος) + -α
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.stɾa.piˈe.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐στρα‐πι‐αί‐α
Επίρρημα επεξεργασία
αστραπιαία
- με αστραπιαίο τρόπο, πάρα πολύ γρήγορα
- άλλες μορφές: αστραπιαίως (λογιότερο)
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αστραπιαία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αστραπιαία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αστραπιαίος