Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστραπιαίως < αρχαία ελληνική ἀστραπαῖ(ος) + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

αστραπιαίως

  Πηγές επεξεργασία