Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αστραπιαίοι

  1. αστραπιαίος, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. αστραπιαίος, στην κλητική του πληθυντικού