ἀκαρής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀκαρής | τὸ | ἀκαρές | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἀκαροῦς | τοῦ | ἀκαροῦς | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἀκαρεῖ | τῷ | ἀκαρεῖ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀκαρῆ | τὸ | ἀκαρές | ||
κλητική ὦ! | ἀκαρές | ἀκαρές | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀκαρεῖς | τὰ | ἀκαρῆ | ||
γενική | τῶν | ἀκαρῶν | τῶν | ἀκαρῶν | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀκαρέσῐ(ν) | τοῖς | ἀκαρέσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀκαρεῖς | τὰ | ἀκαρῆ | ||
κλητική ὦ! | ἀκαρεῖς | ἀκαρῆ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀκαρεῖ | τὼ | ἀκαρεῖ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀκαροῖν | τοῖν | ἀκαροῖν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἀκᾰρής αρσενικό ή θηλυκό, ἀκᾰρές ουδέτερο (συχνά σε εκφράσεις)
- κοντός, βραχύς, ελάχιστος
- (για μαλλιά) πολύ κοντά για να κοπούν
- ※ <ἀκαρής>· ἀντὶ τοῦ ἀκαριαίου. ἐνίοτε δὲ τὸ βραχύ, ὃ οὐδὲ κεῖραι (⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Α )
- (για χρονική στιγμή, ιδίως στο ουδέτερο) ακαριαίος
- ἐν ἀκαρεῖ χρόνου (Αριστοφάνης, Πλοῦτος (388 πΚΕ), στίχος 245)
- ἀκαρῆ διαλιπών (εννοείται το ουσιαστικό χρόνον)
※ τύπτομαι, / ἔπειτ᾽ ἐπισχὼν ὀλίγον ἐπιμαρτύρομαι, / εἶτ᾽ αὖθις ἀκαρῆ διαλιπὼν δικάζομαι.- Πρώτα τις τρώγω· / μάρτυρα έπειτα φωνάζω / κι ευθύς, σε λίγο, μήνυση υποβάλλω.
- Αριστοφάνης, Νεφέλαι (423 πΚΕ), στίχος 496, (μετάφραση: Θρασύβουλος Σταύρου @greek‑language.gr)
σκηνή: ο Στρεψιάδης μιλά στον Σωκράτη
- Αριστοφάνης, Νεφέλαι (423 πΚΕ), στίχος 496, (μετάφραση: Θρασύβουλος Σταύρου @greek‑language.gr)
- Πρώτα τις τρώγω· / μάρτυρα έπειτα φωνάζω / κι ευθύς, σε λίγο, μήνυση υποβάλλω.
- ἀκαρὲς ὥρας : σε μια στιγμή (Πλούταρχος (46‑120 KE), Ἠθικά, Ὅτι οὐδὲ ἡδέως ζῆν ἔστιν κατ' Ἐπίκουρον, 17 || Βίοι Παράλληλοι, Αντώνιος, 28.6
Εκφράσεις
επεξεργασία- ἀκαρῆ (στην αιτιατική, επιρρηματικά)
- οὐκ ἀκαρῆ, οὐδ’ ἀκαρῆ: καθόλου, ούτε στο ελάχιστο
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Παραδοσιακή ετυμολόγηση βασισμένη στη γλώσσα του Ησύχιου (δείτε το παράθεμα)
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- ἀκαρής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀκαρής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.