Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.

Ετυμολογία

επεξεργασία
κάρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱérh₂sō (*ḱr̥h₂-(e)s-n-) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱerh₂- (κεφάλι). Συγγενή: λατινική cerebrum (εγκέφαλος, κρανίο), σανσκριτική शिरस् (śiras), περσική سر (sær, κεφάλι), γερμανική Hirn (εγκέφαλος)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάρα (ελληνιστική κοινή: θηλυκό· αρχαία ελληνική: ουδέτερο)

  1. κεφάλι
  2. άνω άκρο
  3. κορυφή
  4. χείλος ποτηριού
  5. (συνεκδοχικά) πρόσωπο, άνθρωπος
      5ος αιώνας πκε Σοφοκλής, Αντιγόνη, στίχος 1
    ὦ κοινὸν αὐτάδελφον Ἰσμήνης κάρα
    πολυαγαπημένη μου αδερφή Ισμήνη
      5ος αιώνας πκε, Ευριπίδης, Ἱππόλυτος, 198
    αἴρετέ μου δέμας, ὀρθοῦτε κάρα·
    Το κορμί μου κρατάτε! Κι απάνου το κεφάλι μου ορθώστε
    Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης @greeklanguage.gr

Άλλες μορφές

επεξεργασία