• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

άμεσος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική άμεσος άμεση άμεσο
γενική άμεσου άμεσης άμεσου
αιτιατική άμεσο άμεση άμεσο
κλητική άμεσε άμεση άμεσο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική άμεσοι άμεσες άμεσα
γενική άμεσων άμεσων άμεσων
αιτιατική άμεσους άμεσες άμεσα
κλητική άμεσοι άμεσες άμεσα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

άμεσος < αρχαία ελληνική ἄμεσος ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά) immédiat)

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

άμεσος, -η, -ο

  1. που γίνεται χωρίς τη μεσολάβηση άλλου
  2. (για χρονικό διάστημα) κοντινός, που γίνεται απευθείας

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • άμεσα
  • αμέσως
  • → δείτε τη λέξη μέσος

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    άμεσος
  • αγγλικά : direct (en), immediate (en)
  • γαλλικά : direct (fr), immédiat (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=άμεσος&oldid=3735975"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Απριλίου 2017, στις 20:09

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Απριλίου 2017, στις 20:09.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie