στιγμιότυπο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στιγμιότυπο | τα | στιγμιότυπα |
γενική | του | στιγμιότυπου & στιγμιοτύπου |
των | στιγμιότυπων & στιγμιοτύπων |
αιτιατική | το | στιγμιότυπο | τα | στιγμιότυπα |
κλητική | στιγμιότυπο | στιγμιότυπα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στιγμιότυπο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα στιγμιότυπ(ον) + -ο < στιγμι(αίος) + -ό- + τύπο(ς), (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική instantané[1] Συγκρίνετε με το ενσταντανέ.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /stiɣ.miˈo.ti.po/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στιγ‐μι‐ό‐τυ‐πο
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στι‐γμι‐ό‐τυ‐πο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστιγμιότυπο ουδέτερο
- (τεχνολογία)
- (φωτογραφία) φωτογράφιση σύντομης χαρακτηριστικής σκηνής
- (κινηματογράφος) κινηματογραφικό καρέ
- εικονοποίηση offline προβολής οθόνης
- (μεταφορικά) σύντομη περιγραφή γεγονότος
- (πληροφορική) print screen σε οθόνη υπολογιστή, εικονοποίηση ιστοσελίδας
- με εντολή: URL to PNG, ή Prt Sc
- (πληροφορική) snapshot: σύντομα από άποψη χρόνου και μεγέθους αντίγραφα της κεντρικής μνήμης ή και ενός ή περισσοτέρων αρχείων, ικανών να επαναφέρουν το σύστημα όπως ήταν εκείνη την στιγμή. Διαφέρει από τα μεγαλύτερα σε μέγεθος αντίγραφα ασφαλείας (backups) τα οποία αφορούν μόνο αρχεία.
- (πληροφορική) οι εξής περιπτώσεις, σημασιολογικά παρόμοιες, δηλαδή αφηρημένες οντότητες σε κατάσταση λειτουργίας:
Μεταφράσεις
επεξεργασία στιγμιότυπο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ στιγμιότυπο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας