στιγμιαίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- στιγμιαίος < (ελληνιστική κοινή) στιγμιαῖος
Επίθετο
επεξεργασία
στιγμιαίος
- που διαρκεί μια στιγμή, πολύ σύντομος
- μια στιγμιαία παρόρμηση
- που παρασκευάζεται πολύ γρήγορα
- στιγμιαίος καφές
- στιγμιαίος μέλλοντας: ρηματικός χρόνος που φανερώνει ότι μια πράξη θα γίνει στο μέλλον χωρίς να γίνεται αναφορά στη διάρκειά της· ο συνοπτικός μέλλοντας