Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

στιγμιαίο

  1. στιγμιαίος, στην αιτιατική του ενικού

στιγμιαίο, ουδέτερο του στιγμιαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού