Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στιγμιαία < στιγμιαίος

  Επίρρημα επεξεργασία

στιγμιαία

  1. για μια στιγμή, για ελάχιστο χρονικό διάστημα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

στιγμιαία

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του στιγμιαίος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του στιγμιαίος