στιγμιαία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στιγμιαία < στιγμιαίος
Επίρρημα επεξεργασία
στιγμιαία
- για μια στιγμή, για ελάχιστο χρονικό διάστημα
Μεταφράσεις επεξεργασία
στιγμιαία
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
στιγμιαία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του στιγμιαίος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του στιγμιαίος