θορυβώδης
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | θορυβώδης | θορυβώδης | θορυβώδες |
γενική | θορυβώδους | θορυβώδους | θορυβώδους |
αιτιατική | θορυβώδη | θορυβώδη | θορυβώδες |
κλητική | θορυβώδη(ς) | θορυβώδης | θορυβώδες |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | θορυβώδεις | θορυβώδεις | θορυβώδη |
γενική | θορυβωδών | θορυβωδών | θορυβωδών |
αιτιατική | θορυβώδεις | θορυβώδεις | θορυβώδη |
κλητική | θορυβώδεις | θορυβώδεις | θορυβώδη |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- θορυβώδης < αρχαία ελληνική θορυβώδης < θόρυβος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /θo.ɾiˈvo.ðis/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
θορυβώδης, -ης, -ες
- που έχει θόρυβο
- η αίθουσα στο βάθος ήταν πολύ θορυβώδης
- που προκαλεί θόρυβο
- (κυριολεκτικά) φυσικό θόρυβο, ήχους μπερδεμένους και κάποιας έντασης
- μίλησε μπροστά σε ένα πολύ θορυβώδες ακροατήριο και έπρεπε να φωνάζει για να τον ακούσουν
- (μεταφορικά) εκτεταμένη συζήτηση
- (κυριολεκτικά) φυσικό θόρυβο, ήχους μπερδεμένους και κάποιας έντασης
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
θορυβώδης
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
θορυβώδης
- με θορύβους
- που προκαλεί αναστάτωση
- που μπερδεύει