θορυβώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θορυβώδης < αρχαία ελληνική θορυβώδης < θόρυβος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /θo.ɾiˈvo.ðis/
Επίθετο
επεξεργασίαθορυβώδης, -ης, -ες
- που έχει θόρυβο
- ↪ η αίθουσα στο βάθος ήταν πολύ θορυβώδης
- ※ Μάταια ο απισχνασμένος νέος που αντικρίζει από τα κάγκελα του παραθύρου τη θορυβώδη βοή της Μεσογείων ψάχνει για πιο παλιές αναμνήσεις, για κάποιες ανέμελες στιγμές χαραγμένες ανεξίτηλα σε παιδικά πάρτυ, για ενσταντανέ παιχνιδιάρικης επάρκειας.
- Νίκος Ρωμανός: Η ιστορία του παιδιού με το Καλάσνικοφ που αγρίεψε νωρίς, Πρώτο Θέμα, 08-12-2014, @protothema.gr, συντάκτρια: Τίνα Μανδηλαρά, ημερομηνία ανάκτησης: 05-10-2024.
- που προκαλεί θόρυβο
- (κυριολεκτικά) φυσικό θόρυβο, ήχους μπερδεμένους και κάποιας έντασης
- μίλησε μπροστά σε ένα πολύ θορυβώδες ακροατήριο και έπρεπε να φωνάζει για να τον ακούσουν
- (μεταφορικά) εκτεταμένη συζήτηση
- (κυριολεκτικά) φυσικό θόρυβο, ήχους μπερδεμένους και κάποιας έντασης
Μεταφράσεις
επεξεργασία θορυβώδης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαθορυβώδης
- με θορύβους
- που προκαλεί αναστάτωση
- που μπερδεύει