↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απισχνασμένος η απισχνασμένη το απισχνασμένο
      γενική του απισχνασμένου της απισχνασμένης του απισχνασμένου
    αιτιατική τον απισχνασμένο την απισχνασμένη το απισχνασμένο
     κλητική απισχνασμένε απισχνασμένη απισχνασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απισχνασμένοι οι απισχνασμένες τα απισχνασμένα
      γενική των απισχνασμένων των απισχνασμένων των απισχνασμένων
    αιτιατική τους απισχνασμένους τις απισχνασμένες τα απισχνασμένα
     κλητική απισχνασμένοι απισχνασμένες απισχνασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απισχνασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος απισχναίνω

απισχνασμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία