κοκαλιάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κοκαλιάρης | η | κοκαλιάρα | το | κοκαλιάρικο |
γενική | του | κοκαλιάρη | της | κοκαλιάρας | του | κοκαλιάρικου |
αιτιατική | τον | κοκαλιάρη | την | κοκαλιάρα | το | κοκαλιάρικο |
κλητική | κοκαλιάρη | κοκαλιάρα | κοκαλιάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κοκαλιάρηδες | οι | κοκαλιάρες | τα | κοκαλιάρικα |
γενική | των | κοκαλιάρηδων | — | των | κοκαλιάρικων | |
αιτιατική | τους | κοκαλιάρηδες | τις | κοκαλιάρες | τα | κοκαλιάρικα |
κλητική | κοκαλιάρηδες | κοκαλιάρες | κοκαλιάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ko.kaˈʎa.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐κα‐λιά‐ρης
Επίθετο
επεξεργασίακοκαλιάρης, -α, -ικο
- εξαιρετικά λεπτός