osseux
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | osseux | osseux |
θηλυκό | osseuse | osseuses |
osseux (fr)
- οστέινος
- που έχει κόκαλα
- που έχει δομή από κόκαλα
- του οποίου τα κόκαλα φαίνονται, κοκαλιάρης