Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό osseux osseux
θηλυκό osseuse osseuses

osseux (fr)

  1. οστέινος
  2. που έχει κόκαλα
  3. που έχει δομή από κόκαλα
  4. του οποίου τα κόκαλα φαίνονται, κοκαλιάρης