σκελετωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκελετωμένος < σκελετός + -ωμένος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική squelettique[1] [2])
Μετοχή
επεξεργασίασκελετωμένος, -η, -ο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σκελετωμένος
- ↑ σκελετωμένος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ σκελετωμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας