Δείτε επίσης: -ώμενος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -ωμένος η -ωμένη το -ωμένο
      γενική του -ωμένου της -ωμένης του -ωμένου
    αιτιατική τον -ωμένο τη(ν) -ωμένη το -ωμένο
     κλητική -ωμένε -ωμένη -ωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -ωμένοι οι -ωμένες τα -ωμένα
      γενική των -ωμένων των -ωμένων των -ωμένων
    αιτιατική τους -ωμένους τις -ωμένες τα -ωμένα
     κλητική -ωμένοι -ωμένες -ωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ωμένος < -μένος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /oˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -ω‐μέ‐νος

  Επίθημα επεξεργασία

-ωμένος, -η, -π

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία