Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μυαλωμένος η μυαλωμένη το μυαλωμένο
      γενική του μυαλωμένου της μυαλωμένης του μυαλωμένου
    αιτιατική τον μυαλωμένο τη μυαλωμένη το μυαλωμένο
     κλητική μυαλωμένε μυαλωμένη μυαλωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μυαλωμένοι οι μυαλωμένες τα μυαλωμένα
      γενική των μυαλωμένων των μυαλωμένων των μυαλωμένων
    αιτιατική τους μυαλωμένους τις μυαλωμένες τα μυαλωμένα
     κλητική μυαλωμένοι μυαλωμένες μυαλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυαλωμένος < μυαλ(ό) + -ωμένος[1]

  Επίθετο επεξεργασία

μυαλωμένος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία