ασυλλόγιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ασυλλόγιστος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀσυλλόγιστος. Συγχρονικά αναλύεται σε α- στερητικό + (συλλογίζομαι) συλλογισ- + -τος < συλ- (σύν) + λογίζομαι
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.siˈlo.ʝi.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐συλ‐λό‐γι‐στος
Επίθετο
επεξεργασία
ασυλλόγιστος, -η, -ο
- (για πρόσωπα) απερίσκεπτος, αστόχαστος, επιπόλαιος
- (για πράξεις) που γίνεται χωρίς περίσκεψη
- ⮡ Έχασες όλα τα χρήματά σου λόγω ασυλλόγιστης σπατάλης τους.
- ≈ συνώνυμα: αλόγιστος, απερίσκεπτος
Συγγενικά
επεξεργασία- ασυλλογισιά
- ασυλλόγιστα (επίρρημα)
- συλλογισμένος
- συλλογισμός
- συλλογιστικός
→ και δείτε τις λέξεις συλλογίζομαι και λόγος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- ασυλλόγιστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ασυλλόγιστος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ασυλλόγιστος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας