Δείτε επίσης: ἀσυλλόγιστος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασυλλόγιστος η ασυλλόγιστη το ασυλλόγιστο
      γενική του ασυλλόγιστου της ασυλλόγιστης του ασυλλόγιστου
    αιτιατική τον ασυλλόγιστο την ασυλλόγιστη το ασυλλόγιστο
     κλητική ασυλλόγιστε ασυλλόγιστη ασυλλόγιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασυλλόγιστοι οι ασυλλόγιστες τα ασυλλόγιστα
      γενική των ασυλλόγιστων των ασυλλόγιστων των ασυλλόγιστων
    αιτιατική τους ασυλλόγιστους τις ασυλλόγιστες τα ασυλλόγιστα
     κλητική ασυλλόγιστοι ασυλλόγιστες ασυλλόγιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασυλλόγιστος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀσυλλόγιστος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε α- στερητικό + (συλλογίζομαι) συλλογισ- + -τος < συλ- (σύν) + λογίζομαι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.siˈlo.ʝi.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐συλ‐λό‐γι‐στος

  Επίθετο

επεξεργασία

ασυλλόγιστος, -η, -ο

  1. (για πρόσωπα) απερίσκεπτος, αστόχαστος, επιπόλαιος
  2. (για πράξεις) που γίνεται χωρίς περίσκεψη
    ⮡  έχασες όλα τα χρήματά σου λόγω ασυλλόγιστης σπατάλης τους
     συνώνυμα: αλόγιστος

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις συλλογίζομαι και λόγος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία