↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλόγιστος η αλόγιστη το αλόγιστο
      γενική του αλόγιστου της αλόγιστης του αλόγιστου
    αιτιατική τον αλόγιστο την αλόγιστη το αλόγιστο
     κλητική αλόγιστε αλόγιστη αλόγιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλόγιστοι οι αλόγιστες τα αλόγιστα
      γενική των αλόγιστων των αλόγιστων των αλόγιστων
    αιτιατική τους αλόγιστους τις αλόγιστες τα αλόγιστα
     κλητική αλόγιστοι αλόγιστες αλόγιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλόγιστος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

αλόγιστος, -η, -ο

  • που δε συμφωνεί με τη λογική
    ※  Αλόγιστος ή επικίνδυνος οδήγησις (Ο περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμος του 1972 (86/1972), Κύπρος [1])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία