↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αστόχαστος η αστόχαστη το αστόχαστο
      γενική του αστόχαστου της αστόχαστης του αστόχαστου
    αιτιατική τον αστόχαστο την αστόχαστη το αστόχαστο
     κλητική αστόχαστε αστόχαστη αστόχαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αστόχαστοι οι αστόχαστες τα αστόχαστα
      γενική των αστόχαστων των αστόχαστων των αστόχαστων
    αιτιατική τους αστόχαστους τις αστόχαστες τα αστόχαστα
     κλητική αστόχαστοι αστόχαστες αστόχαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αστόχαστος < α- στερητικό + στοχαστ- (< στοχάζομαι) + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

αστόχαστος, -η, -ο

αστόχαστο παιδί
αστόχαστη ενέργεια

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία