αστόχαστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αστόχαστος < α- στερητικό + στοχαστ- (< στοχάζομαι) + -ος
Επίθετο
επεξεργασίααστόχαστος, -η, -ο
- αυτός δε σκέφτεται πριν ενεργήσει, που δρα απερίσκεπτα
- αστόχαστο παιδί
- αυτό γίνεται ή λέγεται με επιπολαιότητα, χωρίς να έχει προηγηθεί σκέψη
- αστόχαστη ενέργεια
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αστόχαστος