Ετυμολογία

επεξεργασία
στοχάζομαι < αρχαία ελληνική στοχάζομαι

στοχάζομαι

  • σκέφτομαι έντονα, βαθιά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία

στοχάζομαι < λείπει η ετυμολογία

στοχάζομαι

  1. σημαδεύω, σκοπεύω
  2. αποσκοπώ