αποσκοπώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποσκοπώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποσκοπῶ [1]
Ρήμα
επεξεργασίααποσκοπώ
- (μεταβατικό) έχω ως σκοπό, αποβλέπω στην επίτευξη ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος, αποζητώ, λειτουργώ με συγκεκριμένο τρόπο για να πετύχω κάτι
- το μέγεθος και η οργάνωση του στρατού του Ξέρξη, ο οποίος προερχόταν από όλην την Περσική Αυτοκρατορία, αποσκοπούσε στην κατάκτηση της Ελλάδας
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποσκοπώ | αποσκοπούσα | θα αποσκοπώ | να αποσκοπώ | αποσκοπώντας | |
β' ενικ. | αποσκοπείς | αποσκοπούσες | θα αποσκοπείς | να αποσκοπείς | (αποσκόπει) | |
γ' ενικ. | αποσκοπεί | αποσκοπούσε | θα αποσκοπεί | να αποσκοπεί | ||
α' πληθ. | αποσκοπούμε | αποσκοπούσαμε | θα αποσκοπούμε | να αποσκοπούμε | ||
β' πληθ. | αποσκοπείτε | αποσκοπούσατε | θα αποσκοπείτε | να αποσκοπείτε | αποσκοπείτε | |
γ' πληθ. | αποσκοπούν(ε) | αποσκοπούσαν(ε) | θα αποσκοπούν(ε) | να αποσκοπούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποσκόπησα | θα αποσκοπήσω | να αποσκοπήσω | αποσκοπήσει | ||
β' ενικ. | αποσκόπησες | θα αποσκοπήσεις | να αποσκοπήσεις | αποσκόπησε | ||
γ' ενικ. | αποσκόπησε | θα αποσκοπήσει | να αποσκοπήσει | |||
α' πληθ. | αποσκοπήσαμε | θα αποσκοπήσουμε | να αποσκοπήσουμε | |||
β' πληθ. | αποσκοπήσατε | θα αποσκοπήσετε | να αποσκοπήσετε | αποσκοπήστε | ||
γ' πληθ. | αποσκόπησαν αποσκοπήσαν(ε) |
θα αποσκοπήσουν(ε) | να αποσκοπήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποσκοπήσει | είχα αποσκοπήσει | θα έχω αποσκοπήσει | να έχω αποσκοπήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποσκοπήσει | είχες αποσκοπήσει | θα έχεις αποσκοπήσει | να έχεις αποσκοπήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποσκοπήσει | είχε αποσκοπήσει | θα έχει αποσκοπήσει | να έχει αποσκοπήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποσκοπήσει | είχαμε αποσκοπήσει | θα έχουμε αποσκοπήσει | να έχουμε αποσκοπήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποσκοπήσει | είχατε αποσκοπήσει | θα έχετε αποσκοπήσει | να έχετε αποσκοπήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποσκοπήσει | είχαν αποσκοπήσει | θα έχουν αποσκοπήσει | να έχουν αποσκοπήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποσκοπώ
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αποσκοπώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας