Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αποσκοπώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποσκοπῶ [1]

  ΡήμαΕπεξεργασία

αποσκοπώ

  1. (μεταβατικό) έχω ως σκοπό, αποβλέπω στην επίτευξη ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος, αποζητώ, λειτουργώ με συγκεκριμένο τρόπο για να πετύχω κάτι
    το μέγεθος και η οργάνωση του στρατού του Ξέρξη, ο οποίος προερχόταν από όλην την Περσική Αυτοκρατορία, αποσκοπούσε στην κατάκτηση της Ελλάδας

ΚλίσηΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία