αποζητώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποζητώ < μεσαιωνική ελληνική αποζητώ < απο- + ζητώ
Ρήμα
επεξεργασίααποζητώ
Συγγενικά
επεξεργασία- αποζήτηση
- αποζητούμενος
- → δείτε τις λέξεις από και ζητώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποζητάω - αποζητώ | αποζητούσα | θα αποζητάω - αποζητώ | να αποζητάω - αποζητώ | αποζητώντας | |
β' ενικ. | αποζητάς - αποζητείς | αποζητούσες | θα αποζητάς - αποζητείς | να αποζητάς - αποζητείς | αποζήτα - αποζήταγε | |
γ' ενικ. | αποζητάει - αποζητά - αποζητεί | αποζητούσε | θα αποζητάει - αποζητά - αποζητεί | να αποζητάει - αποζητά - αποζητεί | ||
α' πληθ. | αποζητάμε - αποζητούμε | αποζητούσαμε | θα αποζητάμε - αποζητούμε | να αποζητάμε - αποζητούμε | ||
β' πληθ. | αποζητάτε - αποζητείτε | αποζητούσατε | θα αποζητάτε - αποζητείτε | να αποζητάτε - αποζητείτε | αποζητάτε - αποζητείτε | |
γ' πληθ. | αποζητάν(ε) - αποζητούν(ε) | αποζητούσαν | θα αποζητάν(ε) - αποζητούν(ε) | να αποζητάν(ε) - αποζητούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποζήτησα | θα αποζητήσω | να αποζητήσω | αποζητήσει | ||
β' ενικ. | αποζήτησες | θα αποζητήσεις | να αποζητήσεις | αποζήτα - αποζήτησε | ||
γ' ενικ. | αποζήτησε | θα αποζητήσει | να αποζητήσει | |||
α' πληθ. | αποζητήσαμε | θα αποζητήσουμε | να αποζητήσουμε | |||
β' πληθ. | αποζητήσατε | θα αποζητήσετε | να αποζητήσετε | αποζητήστε | ||
γ' πληθ. | αποζήτησαν αποζητήσαν(ε) |
θα αποζητήσουν(ε) | να αποζητήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποζητήσει | είχα αποζητήσει | θα έχω αποζητήσει | να έχω αποζητήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποζητήσει | είχες αποζητήσει | θα έχεις αποζητήσει | να έχεις αποζητήσει | έχε αποζητημένο | |
γ' ενικ. | έχει αποζητήσει | είχε αποζητήσει | θα έχει αποζητήσει | να έχει αποζητήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποζητήσει | είχαμε αποζητήσει | θα έχουμε αποζητήσει | να έχουμε αποζητήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποζητήσει | είχατε αποζητήσει | θα έχετε αποζητήσει | να έχετε αποζητήσει | έχετε αποζητημένο | |
γ' πληθ. | έχουν αποζητήσει | είχαν αποζητήσει | θα έχουν αποζητήσει | να έχουν αποζητήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αποζητημένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αποζητημένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αποζητημένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αποζητημένο |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποζητώ