σκοπεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκοπεύω < αρχαία ελληνική σκοπεύω < σκοπέω (3. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική viser)
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασκοπεύω
- κοιτάζω προσεκτικά και σημαδεύω με κάποιο όπλο έναν στόχο μπροστά μου
- (κατ’ επέκταση) (γενικότερα) στοχεύω
- έχω ως σκοπό, ως πρόθεση
Συγγενικά
επεξεργασία- ασκόπευτα
- ασκόπευτος
- σκόπευση
- σκοπευτήριο
- σκοπευτής
- σκοπευτικός
- σκοπεύτρια
- → δείτε τις λέξεις κατασκοπεύω και σκοπός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκοπεύω | σκόπευα | θα σκοπεύω | να σκοπεύω | σκοπεύοντας | |
β' ενικ. | σκοπεύεις | σκόπευες | θα σκοπεύεις | να σκοπεύεις | σκόπευε | |
γ' ενικ. | σκοπεύει | σκόπευε | θα σκοπεύει | να σκοπεύει | ||
α' πληθ. | σκοπεύουμε | σκοπεύαμε | θα σκοπεύουμε | να σκοπεύουμε | ||
β' πληθ. | σκοπεύετε | σκοπεύατε | θα σκοπεύετε | να σκοπεύετε | σκοπεύετε | |
γ' πληθ. | σκοπεύουν(ε) | σκόπευαν σκοπεύαν(ε) |
θα σκοπεύουν(ε) | να σκοπεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σκόπευσα | θα σκοπεύσω | να σκοπεύσω | σκοπεύσει | ||
β' ενικ. | σκόπευσες | θα σκοπεύσεις | να σκοπεύσεις | σκόπευσε | ||
γ' ενικ. | σκόπευσε | θα σκοπεύσει | να σκοπεύσει | |||
α' πληθ. | σκοπεύσαμε | θα σκοπεύσουμε | να σκοπεύσουμε | |||
β' πληθ. | σκοπεύσατε | θα σκοπεύσετε | να σκοπεύσετε | σκοπεύστε | ||
γ' πληθ. | σκόπευσαν σκοπεύσαν(ε) |
θα σκοπεύσουν(ε) | να σκοπεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σκοπεύσει | είχα σκοπεύσει | θα έχω σκοπεύσει | να έχω σκοπεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις σκοπεύσει | είχες σκοπεύσει | θα έχεις σκοπεύσει | να έχεις σκοπεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει σκοπεύσει | είχε σκοπεύσει | θα έχει σκοπεύσει | να έχει σκοπεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σκοπεύσει | είχαμε σκοπεύσει | θα έχουμε σκοπεύσει | να έχουμε σκοπεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε σκοπεύσει | είχατε σκοπεύσει | θα έχετε σκοπεύσει | να έχετε σκοπεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σκοπεύσει | είχαν σκοπεύσει | θα έχουν σκοπεύσει | να έχουν σκοπεύσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία σημαδευω με κάποιο όπλο