Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ασκόπευτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ασκόπευτ
ος
η
ασκόπευτ
η
το
ασκόπευτ
ο
γενική
του
ασκόπευτ
ου
της
ασκόπευτ
ης
του
ασκόπευτ
ου
αιτιατική
τον
ασκόπευτ
ο
την
ασκόπευτ
η
το
ασκόπευτ
ο
κλητική
ασκόπευτ
ε
ασκόπευτ
η
ασκόπευτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ασκόπευτ
οι
οι
ασκόπευτ
ες
τα
ασκόπευτ
α
γενική
των
ασκόπευτ
ων
των
ασκόπευτ
ων
των
ασκόπευτ
ων
αιτιατική
τους
ασκόπευτ
ους
τις
ασκόπευτ
ες
τα
ασκόπευτ
α
κλητική
ασκόπευτ
οι
ασκόπευτ
ες
ασκόπευτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ασκόπευτος
<
α-
+
σκοπεύω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
ασκόπευτος
ασημάδευτος
≠
αντώνυμα
:
σκοπευμένος
,
σημαδεμένος
άσκοπος
≠
αντώνυμα
:
σκόπιμος
,
εσκεμμένος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
σκοπεύω
και
σκοπός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ασκόπευτος
→
δείτε
τις λέξεις
ασημάδευτος
και
άσκοπος