σκόπιμος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σκόπιμος < ελληνιστική κοινή σκόπιμος < αρχαία ελληνική σκοπός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
σκόπιμος, -η, -ο
Επεξεργασία
- σκόπιμα, σκοπίμως
- σκοπιμότητα
- → δείτε τη λέξη σκοπός
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- σκόπιμη συνάρτηση ή συνάρτηση σκοπού (objective function)