χρήσιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χρήσιμος | η | χρήσιμη | το | χρήσιμο |
γενική | του | χρήσιμου | της | χρήσιμης | του | χρήσιμου |
αιτιατική | τον | χρήσιμο | τη | χρήσιμη | το | χρήσιμο |
κλητική | χρήσιμε | χρήσιμη | χρήσιμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χρήσιμοι | οι | χρήσιμες | τα | χρήσιμα |
γενική | των | χρήσιμων | των | χρήσιμων | των | χρήσιμων |
αιτιατική | τους | χρήσιμους | τις | χρήσιμες | τα | χρήσιμα |
κλητική | χρήσιμοι | χρήσιμες | χρήσιμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χρήσιμος < αρχαία ελληνική χρήσιμος[1] < χρή
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈxɾi.si.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρή‐σι‐μος
Επίθετο
επεξεργασίαχρήσιμος, -η, -ο, συγκριτικός : χρησιμότερος, υπερθετικός : χρησιμότατος
- που έχει κάποια πρακτική χρήση, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί επωφελώς για κάποιο σκοπό
- που αναμένεται να φέρει κάποια ωφέλεια, ωφέλιμος
- που βοηθά, βοηθητικός
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
χρησιμ-
χρησιμ-
Εκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χρήσιμος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ χρήσιμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | χρήσιμος | ἡ | χρησίμη & χρήσιμος |
τὸ | χρήσιμον |
γενική | τοῦ | χρησίμου | τῆς | χρησίμης & χρησίμου |
τοῦ | χρησίμου |
δοτική | τῷ | χρησίμῳ | τῇ | χρησίμῃ & χρησίμῳ |
τῷ | χρησίμῳ |
αιτιατική | τὸν | χρήσιμον | τὴν | χρησίμην & χρήσιμον |
τὸ | χρήσιμον |
κλητική ὦ! | χρήσιμε | χρησίμη & χρήσιμε |
χρήσιμον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | χρήσιμοι | αἱ | χρήσιμαι & χρήσιμοι |
τὰ | χρήσιμᾰ |
γενική | τῶν | χρησίμων | τῶν | χρησίμων & χρησίμων |
τῶν | χρησίμων |
δοτική | τοῖς | χρησίμοις | ταῖς | χρησίμαις & χρησίμοις |
τοῖς | χρησίμοις |
αιτιατική | τοὺς | χρησίμους | τὰς | χρησίμᾱς & χρησίμους |
τὰ | χρήσιμᾰ |
κλητική ὦ! | χρήσιμοι | χρήσιμαι & χρήσιμοι |
χρήσιμᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χρησίμω | τὼ | χρησίμᾱ & χρησίμω |
τὼ | χρησίμω |
γεν-δοτ | τοῖν | χρησίμοιν | τοῖν | χρησίμαιν & χρησίμοιν |
τοῖν | χρησίμοιν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ὕπατος' όπως «ὕπατος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαχρήσῐμος, -η, -ον & / -ος, -ος, -ον, συγκριτικός : χρησιμώτερος, υπερθετικός : χρησιμώτατος
- ωφέλιμος, που κάποιος τον χρησιμοποιεί συχνά
- χρήσιμόν ἐστι
- (για πολίτη) συνώνυμο του χρηστός
- (για νόμισμα) που είναι σε χρήση, που χρησιμοποιείται στις συναλλαγές
- (για διαθήκη) έγκυρος
Παράγωγα
επεξεργασία- χρησιμεύω
- χρησιμότης
- χρησίμως (επίρρημα)
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- χρήσιμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χρήσιμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.