↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χρήσιμος ηλίθιος οι χρήσιμοι ηλίθιοι
      γενική του χρήσιμου ηλίθιου των χρήσιμων ηλίθιων
    αιτιατική τον χρήσιμο ηλίθιο τους χρήσιμους ηλίθιους
     κλητική χρήσιμε ηλίθιε χρήσιμοι ηλίθιοι
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χρήσιμος ηλίθιος < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική useful idiot. → δείτε και τις λέξεις χρήσιμος και ηλίθιος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈxɾi.si.mos iˈli.θi.os/

  Έκφραση

επεξεργασία

χρήσιμος ηλίθιος αρσενικό

  1. (ιστορία, μειωτικό) υποστηρικτής των κομμουνιστών στις δυτικές χώρες οι οποίοι ανήκαν στην πολιτική δεξιά
    ※  Την εποχή της παντοδυναμίας του, ο Σοβιετικός δικτάτωρ Ιωσήφ Στάλιν εισήγαγε τον πολιτικό όρο του «χρήσιμου ηλίθιου» για να προσδιορίσει εκείνη την κατηγορία πολιτών που εκ προαιρέσεως αγαθής ακολουθούσαν ακρίτως τη μοσχοβίτικη πολιτική ως συνοδοιπορούντες.
    Ιορδανίδης, Κώστας (23 Μαρτίου 2017), «Οι χρήσιμοι ηλίθιοι», Η Καθημερινή
  2. (πολιτική, μειωτικό) άτομο που φαίνεται να υποστηρίζει άθελά του έναν κακόβουλο σκοπό μέσα από τις αφελείς προσπάθειές του να φανεί καλός
    ※  Ο χρήσιμος ηλίθιος πρέπει να είναι ξεδιάντροπος: άρπαγας της δημόσιας γης, φοροφυγάς, να κλωτσάει τον ξένο, να γλείφει τον δυνατό, να θεωρεί τα τζάκια θείο δώρο, να παρακαλάει, να σκύβει, να κλέβει από την τσέπη του.
    Καναβούρης, Κώστας (8 Σεπτεμβρίου 2019), Υπάρχει λόγος / Χρήσιμοι ηλίθιοι, Η Αυγή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία