Δείτε επίσης: ἅρπαγας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο άρπαγας οι άρπαγες
      γενική του άρπαγα των αρπάγων
    αιτιατική τον άρπαγα τους άρπαγες
     κλητική άρπαγα άρπαγες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άρπαγας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἅρπαξ από την αιτιατική «τόν ἅρπαγα». Από εκεί και το μεσαιωνικό ἅρπαγας [1][2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈaɾ.pa.ɣas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άρ‐πα‐γας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

άρπαγας αρσενικό

  1. αυτός που αρπάζει
  2. κλέφτης, σφετεριστής
  3. πλεονέκτης

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη αρπάζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. άρπαγας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αρπάζω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.