↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἁρπᾰγ-
ονομαστική / ἅρπαξ οἱ/αἱ ἅρπαγες
      γενική τοῦ/τῆς ἅρπαγος τῶν ἁρπάγων
      δοτική τῷ/τῇ ἅρπαγ τοῖς/ταῖς ἅρπαξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν ἅρπαγ τοὺς/τὰς ἅρπαγᾰς
     κλητική ! ἅρπαξ ἅρπαγες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἅρπαγε
γεν-δοτ τοῖν  ἁρπάγοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πτέρυξ' όπως «πτέρυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἅρπαξ < (ἁρπάζω) ἁρπαγ- +

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἅρπαξ αρσενικό ή θηλυκό, υπερθετικός:  ἁρπαγίστατος

  1. (ως επίθετο) αρπακτικός
  2. άρπαγας, κλέφτης (και στην καθαρεύουσα)
  3. (θηλυκό) η αρπαγή
  4. είδος λύκου