Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αρπακτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἁρπακτικός
,
απαρτικός
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αρπακτικ
ός
η
αρπακτικ
ή
το
αρπακτικ
ό
γενική
του
αρπακτικ
ού
της
αρπακτικ
ής
του
αρπακτικ
ού
αιτιατική
τον
αρπακτικ
ό
την
αρπακτικ
ή
το
αρπακτικ
ό
κλητική
αρπακτικ
έ
αρπακτικ
ή
αρπακτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αρπακτικ
οί
οι
αρπακτικ
ές
τα
αρπακτικ
ά
γενική
των
αρπακτικ
ών
των
αρπακτικ
ών
των
αρπακτικ
ών
αιτιατική
τους
αρπακτικ
ούς
τις
αρπακτικ
ές
τα
αρπακτικ
ά
κλητική
αρπακτικ
οί
αρπακτικ
ές
αρπακτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αρπακτικός
< (
ελληνιστική κοινή
)
ἁρπακτικός
Επίθετο
επεξεργασία
αρπακτικός
που μπορεί κι
αρπάζει
ή έχει τέτοια
τάση
Άλλες μορφές
επεξεργασία
αρπαχτικός
Συγγενικά
επεξεργασία
αρπακτικά
αρπακτικό
→
δείτε
τη λέξη
αρπάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αρπακτικός
αγγλικά
:
predatory
(en)
,
predacious
(en)
γαλλικά
:
rapace
(fr)