Ετυμολογία

επεξεργασία

αρπακτικά < αρπακτικός +

  Επίρρημα

επεξεργασία

αρπακτικά

  1. με αρπακτικό τρόπο
  2. λαίμαργα
  3. άπληστα

Άλλες μορφές

επεξεργασία
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα αρπακτικά
      γενική των αρπακτικών
    αιτιατική τα αρπακτικά
     κλητική αρπακτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αρπακτικά ουδέτερο, πληθυντικός

  • (ορνιθολογία) πουλιά που με την ταχύτητά τους και την οξύτατη όρασή τους κυνηγούν άλλα πουλιά ή ζώα

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

αρπακτικά