↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρπακτικό τα αρπακτικά
      γενική του αρπακτικού των αρπακτικών
    αιτιατική το αρπακτικό τα αρπακτικά
     κλητική αρπακτικό αρπακτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αρπακτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αρπακτικός (επειδή αρπάζει τα θύματά του από τη θέση τους στο έδαφος ή στον αέρα)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αρπακτικό ουδέτερο

  • κάθε σαρκοβόρο πουλί με γρήγορο πέταγμα και γαμψά νύχια που κυνηγά αρπάζοντας με τα νύχια το θήραμά του

Συγγενικά

επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  αρπάζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

αρπακτικό