αρπαχτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρπαχτικός < (ελληνιστική κοινή) ἁρπακτικός
Επίθετο
επεξεργασίααρπαχτικός, -ή, -ό
- άλλη μορφή του αρπακτικός
- ※ Σιγά-σιγά το αρπαχτικό αγρίμι έπαιρνε την όψη ενός μεγάλου, περιφρονητικού θηρίου, εξευγενισμένου από τα χρόνια και την πείρα, που δεν μπορεί να πάψει να αρπάζει, μα ένιωσε τη ματαιότητα της κάθε αρπαγής. (Γιώργος Θεοτοκάς Η λίμνη [διήγημα])