απαρτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απαρτικός < (ελληνιστική κοινή) ἀπαρτικός < αρχαία ελληνική ἀπαίρω < ἀπό + αἵρω
Επίθετο
επεξεργασίααπαρτικός, -ή, -ό
- (ναυτικός όρος) που έχει σχέση με την άπαρση ή αναφέρεται σ' αυτή
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απαρτικός
|