Δείτε επίσης: αρπακτικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαρτικός η απαρτική το απαρτικό
      γενική του απαρτικού της απαρτικής του απαρτικού
    αιτιατική τον απαρτικό την απαρτική το απαρτικό
     κλητική απαρτικέ απαρτική απαρτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαρτικοί οι απαρτικές τα απαρτικά
      γενική των απαρτικών των απαρτικών των απαρτικών
    αιτιατική τους απαρτικούς τις απαρτικές τα απαρτικά
     κλητική απαρτικοί απαρτικές απαρτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απαρτικός < (ελληνιστική κοινήἀπαρτικός < αρχαία ελληνική ἀπαίρω < ἀπό + αἵρω

  Επίθετο επεξεργασία

απαρτικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία